τρικάπηλος

τρικάπηλος
-ον, Μ
ο πολύ κάπηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι-* + κάπηλος «μικρέμπορος, λωποδύτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”